Καβάτζα- της καβάτζας*!
*Καβάτζα: ισοσύλλαβο ουσιαστικό, γένος θηλυκού που δηλώνει το «απόθεμα» που αποθηκεύεται για άγνωστη μελλοντική
χρήση. Η φύση του «αποθέματος» μπορεί και ποικίλλει. Χρήματα, νερό, τροφή ακόμα
και άλλοι άνθρωποι.
Η καβάτζα- της καβάτζας- τη καβάτζα - καβάτζα.
Ναι ζούμε στην εποχή της ανθρώπινης καβάτζας.
Πάντου ανθρώπινες καβάτζες. Έλα τώρα, παραδέξου το έχεις και εσύ! Είμαι σίγουρη
πως στο άκουσμα αυτής της λέξης, η σημασία της παίρνει μορφή, σάρκα και οστά. Μη
ντρέπεσαι… Μπορεί να είσαι και εσύ ο ίδιος και να μη το ξέρεις. Δεν είναι
ντροπή και στις δυο περιπτώσεις, είτε είσαι είτε έχεις καβάτζα. Είναι απλώς
αδυναμία.
Υπάρχουν δυο είδη καβάτζας. Η «κλασσική καβάτζα»
και η «καβάτζα-χαλασμένος διακόπτης».
Η «κλασσική καβάτζα» ή αλλιώς «η καβάτζα για σεξ
μιας νύχτας» είναι εκείνη που συνδυάζει μια γνωστή, οικεία συντροφιά, την άμεση
ανταπόκριση και λογικά ένα δυνατό κρεβάτι. Κι όλα αυτά δίχως κόπο, χάσιμο
χρόνου και πρωτίστως το ενδεχόμενο της πιθανής αποτυχίας! One night stand με κάποιον από το
παρελθόν σου. Αυτό το είδος είναι μια άριστα οριοθετημένη κατάσταση (αν δεν
είναι κλάφ’ τα Χαράλαμπε!) που λειτουργεί σα δοκιμασμένη συνταγή που πάντα
πετυχαίνει. Ισχύει συνήθως μεταξύ δυο πρώην ή δυο παραλίγο συντρόφων. Ξέρεις βρε
γιατί μιλάω.. ναι γι αυτό, όλο πηγαίνατε προς σχέση και ποτέ δε βρίσκατε το
δρόμο…
Υπάρχει και η άλλη, η καβάτζα-χαλασμένος διακόπτης.
Αυτή πρέπει να εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια, που τα social media κυριαρχούν - αν όχι μονοπωλούν στην επικοινωνία
των ανθρώπινων σχέσεων. Πρόκειται για το άτομο εκείνο, που με μια μας κίνηση, πάντα
ανταποκρίνεται. Βρίσκεται συνεχώς εκεί που το θέλουμε, σα να περίμενε εκεί από
την προηγούμενη χρήση. Το άτομο αυτό το θυμόμαστε ξανά και ξανά, μονάχα όταν
πέφτει η αυτοπεποίθησή μας. Είναι το τονωτικό μας, μιας και η ανταπόκριση είναι
βέβαιη, άμεση και ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε. Το παράδοξο είναι πως φέρει το
στοιχείο του ανεκπλήρωτου. Όπως ακριβώς
λειτουργεί ο χαλασμένος διακόπτης. Πατάς ξαναπατάς και ποτέ δεν ανάβει το φως.
Και αυτό είναι το γαμώτο.
Σκέψου το σα τακτική. Σου δηλώνει απλώς παρουσία
π.χ. με ένα like, comment ή και μήνυμα και όλα
τα υπόλοιπα έρχονται με τη σειρά τους σα
ντόμινο. Η όποια κίνηση, μας μοιάζει αφορμή. Κι αν δε δώσουμε σημασία επαναλαμβάνονται
κι άλλες παρόμοιες πολλές μέχρι να δώσουμε. Μόλις, όμως, ο άλλος ανταποκριθεί
και εκφράσει το ενδιαφέρον του αλλά και ετοιμότητά του για -τουλάχιστον- διαδικτυακό
φλερτ μέχρι και live
ραντεβού, εκείνος εγκαταλείπει σα γνήσιος συλλέκτης καβάτζας. Ίσα ίσα γεμίζει
μπαταρίες και μετά χάνεται, τρέπεται σε φυγή.
Η φάση αυτή φίλε μου είναι πακέτο. Μια ατέρμονη
κατάσταση δίχως αποτέλεσμα όπως αυτή με το χαλασμένο διακόπτη. Πάνω κάτω ο διακόπτης,
χωρίς όμως αποτέλεσμα, η λάμπα δεν ανάβει. Έτσι και ο κάτοχος της καβάτζας σε
αναβοσβήνει χωρίς κάποιο περιορισμό. Τόσο πολύ, όσο χρειάζεται για να αναρωτηθεί
κανείς αν τώρα το φως είναι ανοικτό ή
κλειστό. Και ξέρεις ποιό είναι το κουφό; Πώς ενώ ο διακόπτης περνάει τι
περνάει, στη τελική είναι η λάμπα που είναι ελλαττωματική-αν όχι καμένη.
Ήμουν και εγώ
καβάτζα-χαλασμένος διακόπτης. Και με λύπη διαπίστωσα πώς κι εγώ έχω κατατάσσει
άθελα μου ανθρώπους και σ αυτή τη κατηγορία. Και τώρα πια μπορώ να σου πω με
σιγουριά, δε φταις εσύ ομορφιά μου, που η λάμπα δεν φωτοβολεί. Είναι που ποτέ η
λάμπα δεν ήταν διαθέσιμη πραγματικά. Σου μιλάω και ως διακόπτης και ως λάμπα.
Δεν έκανε καλή επαφή εξ αρχής, κι αφού δεν έκανε από την αρχή, δύσκολα θα
προκύψει. Μπορεί να είχε μόλις καεί, οπότε δεν υπάρχει καν ελπίδα. Θέλει απλώς
να ξέρει πώς υπάρχει πάντα κάποιος που θα περιμένει, θα προσπαθεί να ανάψει το
φως της, ασχέτως αν γνωρίζει η ίδια τη ματαιότητα αυτού.
Δε φταις, εσύ που
από φόβο, ανασφάλεια και αβεβαιότητα κατευθύνεται προς εσένα και συγχρόνως
απομακρύνεται. Αναπτερώνει ο άλλος το ηθικό του, ακολουθώντας βήματα που είναι
γνωστά και κινήσεις μετρημένες μέχρι να
ικανοποιήσει την ανάγκη του εγώ του. Και μόλις πάρει την όποια επιβεβαίωση, το
βάζει στα πόδια. Και εσύ τρέχεις μήπως και προλάβεις. Αλλά μπα. Η λάμπα δεν
ανάβει ποτέ και μένεις εσύ να ψάχνεις τα γιατί και τα πως και να κυνηγάς
σκιές σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο.
Σε πρώτη φάση, μπορεί να γουστάρεις τρελά, να
το βλέπεις σα παιχνίδι πολιορκίας και κατάκτησης, είτε είσαι η λάμπα είτε είσαι
ο διακόπτης. Αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως κουράζεσαι και στις δυο περιπτώσεις, κυρίως
γιατί ποτέ δε γίνεται κάτι, κάτι καινούργιο. Όλα είναι στο repeat. Ούτε η ανταπόκριση που τόσο
προσδοκά ο διακόπτης έρχεται. Ούτε το πραγματικό φως από τη λάμπα ανάβει. Αναβοσβήνουν
κυριολεκτικά συναισθήματα χωρίς διευκρινήσεις, με απλές αερολογίες και λόγια
αμφίσημα… και αυτό πονάει ρε φίλε!