" Εξ'αποστάσεως ..."
Η φιγούρα χάθηκε μέσα στην πέτρινη πολυκατοικία..Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από τα δυο κόκκινα χείλη της...πόσο επιθυμούσε για μια στιγμή τα χείλη αυτά να ενωθούν με δικά του.Η σκέψη αυτή, ο καημός αυτό της έφερε ένα δάκρυ και ένα καυτό ποταμάκι κύλησε στο ολόλευκο μάγουλό της.Τόσο κοντά και τόσο μακρυά τον είχε.
Με μια απότομη κίνηση μαζεύτηκε,σάρωσε και πήρε αγκαλιά τα γόνατά της.Μιας και δεν μπορούσε να αγκαλιάσει εκείνον...το πανέμορφο πρόσωπό της χώθηκε στα γόνατά της,ήθελε να κρυφτεί από τους φόβους και από τις ενοχές της.
Το μόνο της καταφύγιο ήταν το εγκαταλελειμμένο κτίριο που εδώ και μια εικοσαετία τουλάχιστον κοσμούσε κάποια φτωχογειτονιά της Συμπρωτεύουσας.Τα τελευταία,όμως 6 χρόνια ήταν το δικό της μέρος,απροσπέλαστο για τους υπόλοιπους . Όλοι μας σίγουρα έχει τύχει να συναντήσουμε στο δρόμο μας ένα τέτοιο κτήριο...ένα τέτοιο λοιπόν κτήριο φιλοξενούσε την μικρή ηρωίδα μας.
Η 17άχρονη Αθηνά κάθε βράδυ,σχεδόν επιστρέφοντας από το απογευματινό μάθημα στο γωνιακό φροντιστήριο της γειτονιάς,χρειαζόταν μια ανάσα ζωής,που περιέργως της την πρόσφορε απλόχερα ένα τόσο παλιό, εγκατελημενο κτήριο με νεκρούς και υγρούς τοίχους.Η μικρή κοπέλα ήξερε πως αυτό που έκανε, παραμόνευε κινδύνους και πώς οι επισκέψεις της εκεί δεν ήταν πάρα μόνο ένα παιχνίδι θανάτου.Βλέπετε δεν ήταν λίγες οι φορές εκείνες που είχε έρθει αντιμέτωπη με τα παράξενα πλάσματα,ναι εκείνα που οι κοινωνίες δημιουργούν,τιμωρούν και ξεχνούν.Και όλα αυτά για κάποια αδυναμία...έτσι απλώς τους καταδικάζει στο περιθώριο,στο κλουβί,στους τέσσερις τοίχους αυτούς εδώ του κτηρίου.
Η Αθηνά τους ήξερε,τους είχε μάθει,ήταν άκακοι.Απλώς, η μόνη τους παρηγοριά ήταν ένα, άντε δυο φακελάκια με την μαγική λευκή σκόνη.Είχε βρει πολλά τέτοια, τελειωμένα και χρησιμοποιημένα μέχρι και το τελευταίο γραμμάριο, μέχρι και το τελευταίο κόκκο θανάτου,πάντα στο δεύτερο πάτωμα. Άλλα ποτέ δεν έδινε σημασία, ανέβαινε τις αμπογιάτιστες σκάλες μέχρι το ψηλότερο σημείο, στην ταράτσα,στην δική της ταράτσα. Εκεί ένιωθε τόσο ελεύθερη, τόσο δυνατή που ακόμα και τα δάκρυά της δεν ήταν απελπισίας αλλά παρηγοριάς,ξέσπασμα κανονικό!
Να λοιπόν ένα τέτοιο βράδυ, μια ακόμα ανούσια μέρα έφθανε στο τέλος της... ανάμεσα σε τύπους,αναγνωρίσεις ρημάτων και κλίσεις επιθέτων,η Αθήνα ήθελε απλώς μια ανάσα ζωής.Τίποτα παραπάνω τίποτα λιγότερο. Άλλο ένα βράδυ ήθελε απλως να ξεγελάσει την μοναξιάς της...να βυθιστεί στην γλυκιά και υγρή αντανάκλαση των ονείρων της,να ακούσει την ηχώ από τα λόγια που αντηχούσαν μέσα στο μυαλό της ... αγκαλιασμένο με τα δυο της πόδια,το κορίτσι παραδινόταν για μια ακόμα φορά στα δάκρυά της,με φόντο την μελαγχολική Θεσσαλονίκη...
Σκέψεις πολλές τριγυρίζουν στο μυαλό της.Σκέφτεται πως σήμερα έχασε την ευκαιρία να του μιλήσει ,να τον κοιτάξει μέσα στα μάτια και με μια μάτια να του πει όσα τόσα χρόνια δεν τολμούσε να πει.Σκέψεις, ιδέες και λόγια που του έχει ομολογήσει χιλιάδες φορές ,μέσα στην πλάνη του μυαλού ,άλλοτε με τσαμπουκά, άλλοτε με λυτρωτικούς λυγμούς.Πώς να το αντέξει αυτό; Δείλιασε, σκόνταψε πάνω στην ντροπή της...Μα γιατί να νιώθει και έτσι;Γιατί να νιώθει κάποιος ντροπή για αυτό που νιώθει; Είναι ντροπή το αίσθημα αυτό ,να αγαπάς, να θέλεις να του χαρίσεις τα πάντα και τα πιο αληθινά αυτού του κόσμου; Να ξέρεις πως μπορείς να του τα χαρίσεις και συγχρόνως αυτή η δύναμη να σε κάνει τόσο αδύναμο... Μα τι σκέφτεσαι, πες μου ....τι σκεφτόσουν εκείνη την ώρα; μα τι λέω μια στιγμή,μέσα σε μια στιγμή θα ήταν αρκετά....Μια ολόκληρη ζωή δεν θα έφτανε για να του ομολογήσει όσα ένιωθε...
Σήμερα που της έπεσε ο φάκελος με τις σημειώσεις των λατινικών, αυτός γύρισε από τον ήχο της πτώσης και αυτή ντράπηκε τόσο που είχε ήδη προλάβει να εξαφανιστεί...αντί να κάτσει να του χαμογελάσει έστω να κάνει ένα καυστικό σχόλιο...."Αχ,αχ Αθηνά..." έλεγε μέσα στις σκέψεις της "...φαίνεσαι τόσο αντάξια της αγάπης,αυτού που νιώθεις...αν η πραγματική αγάπη έρχεται μια φόρα σ αυτή την κούφια ζωή.. ίσως είναι αυτή και την χάνω μέρα με την μέρα.... ίσως να είναι μια δοκιμασία της μοίρας ώστε να ελέγξει να τεστάρει αν είναι αντάξια της αληθινής αγάπης ...".Όλα της φαίνονταν τόσο χαζά...ένιωθε τύψεις και απογοήτευση γιατί δεν είχε το θάρρος να διεκδικήσει το όνειρό της.τον έρωτά της,το απέναντι αγόρι,τον Άγγελο.
Κοίταξε βιαστικά το ρολόι της,είχε ήδη πάει 9 πάρα.Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, θα την περιμέναν για φαγητό και έπειτα πάλι διάβασμα και μετά αγκαλιά με το μαξιλάρι μήπως και βρει έστω στα όνειρά της,το θάρρος να του μιλήσει να του χαμογελάσει.
Με μια γνώριμη απότομη κίνηση σηκώνεται και σκουπίζει τα τελευταία ίχνη της θλίψης από τα μεγάλα και τόσο εκφραστικά, πράσινα μάτια της.Περνάει την τσάντα της στον ώμο της και με ευλάβεια κατεβαίνει την αμπογιάτιστη σκάλα. Βήματα γνώστα και κοφτά,μέσα στα τυφλά,με μόνο οδηγό την δημοτική λάμπα.Από το τέλος του διαδρόμου,κάπου εκεί στον δευτερο όροφο, ακούει κακαρίσματα και χαχανητά... ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά της ένα από τα περίεργα πλάσματα,που λέγαμε,αγκαλιά με ένα μπουκάλι, με συρτά βήματα έρχεται προς το μέρος της ...αυτόματα η Αθηνά ανεβαίνει στο προηγούμενο σκαλί και σφιχταγκαλιάζει την τσάντα της ....μέσα στα σκοτάδια νιώθει αβοήθητη κάτι βλέπει κάτι ακούει...της λέει "Ώχ πάλι εσύ εδώ; δεν βαρέθηκες να έρχεσαι. Κάθε τρεις και λίγο εδώ...Μήπως με γουστάρεις, ρε ;Για να σε δω..μμμ ομορφούλα είσαι ...άμα θέλεις κάνω κάτι μαζί σου.... αλλά πολύ κλαούνα είσαι,ρε αδερφάκι μου..πωπω...κάθε φορά έρχεσαι και κλαις!! αλλά μπα, παρθένα μου φαίνεσαι ...εγώ την θέλω λίγο πουτάνα την γυναίκα...να ξέρει κόλπα.Χαχαχα αντε δίνε του..πήγαινε στο μπαμπακά σου να σου δώσει γάλα..ακούς;χάσου από εδώ..." Η Αθηνά τρέχει με μιας, κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά σαν σίφουνας και με ένα βήμα βρίσκεται έξω από το κτήριο,συνεχίζει το τρεχατητό..και μέσα σε λίγα λεπτά λαχανιασμένη και κουρασμένη βρίσκεται στην κεντρική λεωφόρο....